- ετερόκλητο
- bigarrure
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ετερόκλητος — η, ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ) νεοελλ. 1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος») 2. (για πράγματα) ανομοιογενής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λι, Ανγκ — (Ang Lee, Πινγκτούνγκ 1953 –). Ταϊβανέζος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Ταϊβάν το 1975 και αργότερα μετέβη στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στα πανεπιστήμια του Ιλινόις και της … Dictionary of Greek
Πλωτίνος — (Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270). Έλληνας φιλόσοφος, είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοπλατωνικής σχολής. Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά στην Αλεξάνδρεια, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, για να… … Dictionary of Greek
ετερόκλητος — η, ο αυτός που αποτελείται από πράγματα ή άτομα ανομοιογενή, διάφορης προέλευσης: Ετερόκλητο πλήθος διαδηλωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)